- προστρίβω
- προστρί̱βω , προστρίβωrub onpres subj act 1st sgπροστρί̱βω , προστρίβωrub onpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστρίβω — ΝΑ [τρίβω] τρίβω κάτι πάνω σε ή με κάτι άλλο αρχ. 1. αποδίδω («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῑς θεοῑς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.) 2. (με καλή σημ.) προσάπτω («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῑς κεκτημένοις», Δημοσθ.) 3. προσδίδω («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] … Dictionary of Greek
προστρίβω — προσέτριψα 1. τρίβω δύο πράγματα μεταξύ τους. 2. το μέσ., προστρίβομαι τρίβομαι πάνω σε κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προστριβέντα — προστρίβω rub on aor part pass neut nom/voc/acc pl προστρίβω rub on aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστριβέντων — προστρίβω rub on aor part pass masc/neut gen pl προστρίβω rub on aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστρῖβον — προστρίβω rub on pres part act masc voc sg προστρίβω rub on pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσετρίβη — προστρίβω rub on aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσετρίβησαν — προστρίβω rub on aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστετρῖφθαι — προστρίβω rub on perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστριβεῖσα — προστρίβω rub on aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστριβεῖσαν — προστρίβω rub on aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)